ΑΠΟ: Χρήστος Μιχαηλίδης
Source: Αθηνόραμα

Μία από τις καλύτερες αμερικάνικες ταινίες όλων των εποχών φέρει την υπογραφή του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 82 ετών. Ο σκηνοθέτης έγινε διάσημος χάρη στο ασπρόμαυρο φιλμ “Η Τελευταία Παράσταση” (1971), ένα από τα πρώτα που απεικόνισε τη σκοτεινή πλευρά του αμερικάνικου ονείρου, κάνοντας παράλληλα φρέσκες σκηνοθετικές προτάσεις οι οποίες τον εδραίωσαν ως κομμάτι του ανερχόμενου Νέου Χόλιγουντ. Ήταν το άτυπο ρεύμα στο οποίο αναδείχθηκαν έτεροι δημιουργοί όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Ο Μπογκντάνοβιτς γεννήθηκε το 1939 τη Νέα Υόρκη από μετανάστες γονείς, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Ευρώπη εξαιτίας της ανόδου του ναζισμού. Κατά τη δεκαετία του ’50 και του ’60 παρακολουθούσε μανιωδώς κινηματογράφο ενώ παράλληλα διδάχθηκε υποκριτική από τη σπουδαία ηθοποιό Στέλλα Άντλερ. Μεταξύ των σκηνοθετών που θαύμαζε ήταν ο Όρσον Γουέλς, ο Χάουαρντ Χοκς και ο Τζον Φορντ, με τους οποίους είχε στενή επαφή κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Προσπάθησε δε να βοηθήσει το Γουέλς ώστε να επανεκκινήσει την καριέρα του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ωστόσο, μια από τις τελευταίες παρακαταθήκες του Μπογκντάνοβιτς ήταν η συνδρομή του στην ολοκλήρωση της για χρόνια κατακερματισμένης ταινίας του Γουέλς “Η Άλλη Πλευρά του Ανέμου”.
Παρόλα αυτά, η ενεργή ενασχόληση του Μπογκντάνοβιτς με τον κινηματογράφο ξεκίνησε από τη θέση του κριτικού, όπως συνέβη και με πολλούς ακόμα σινεφίλ της γενιάς του. Την ευκαιρία να περάσει πίσω από την κάμερα του την έδωσε ο μυθικός σκηνοθέτης b-movies Ρότζερ Κόρμαν, ο οποίος τον προσέλαβε ως βοηθό στην ταινία “The Wild Angels” (1966). Λίγο αργότερα, ο Μπογκντάνοβιτς ολοκλήρωσε το ντεμπούτο του με τίτλο “Targets” (1968), ένα εγκεφαλικό θρίλερ με πρωταγωνιστή το θρυλικό Μπόρις Κάρλοφ στον τελευταίο σημαντικό ρόλο του. Ακολούθησε η σπουδαία “Τελευταία Παράσταση”, η οποία παρότι δεν κέρδισε κανένα από τα 8 Όσκαρ που διεκδίκησε είχε ήδη κάνει τους πάντες να μιλούν για το ταλέντο του.

Ακολούθησε η εμπορικά επιτυχημένη κωμωδία “What’s Up Doc?” (1972), με αναφορές στο “Bringing Up Baby” του Χοκς και πρωτοκλασάτους πρωταγωνιστές τους Μπάρμπαρα Στρέισαντ και Ράιαν Ο’Νιλ. Το δεύτερο διαδοχικό σουξέ ώθησε την Paramount να προτείνει στον Μπογκντάνοβιτς, στο Φράνσις Φορντ Κοπολα και στο Γουίλιαμ Φρίντκιν, έτερα ανερχόμενα ταλέντα της εποχής, να στήσουν την εταιρία παραγωγής Director’s Company ώστε να έχουν το ελεύθερο να γυρίσουν όποια ταινία επιθυμούν. Κάτι ανήκουστο σήμερα… Έτσι, ο Μπογκντάνοβιτς γύρισε το υπέροχο “Paper Moon” (1973), ένα ακόμα ασπρόμαυρο δράμα που τοποθετείται την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, το οποίο “έδωσε” στην 9χρονη τότε Τέιτουμ Ο’Νιλ βραβείο Όσκαρ.

Το “Daisy Miller” (1974), η κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Χένρι Τζέιμς, αποτέλεσε την πρώτη από τις πολλές παταγώδεις αποτυχίες του Μπογκντάνοβιτς εκκινώντας ένα σερί άνισων φιλμ που θάμπωσαν τη λάμψη του σκηνοθέτη. Τελευταία ουσιαστική δημιουργία του ήταν το “Mask” (1985), όπου στους κεντρικούς ρόλους βρίσκονται οι Σερ και Σαμ Έλιοτ. Η εν λόγω ταινία αποτέλεσε επίσης το σεναριακό ντεμπούτο της Άννα Χάμιλτον Φέλαν, η οποία αργότερα θα σκαρφιζόταν το υποψήφιο για Όσκαρ “Γορίλες στην Ομίχλη” (1988) και το ’90s χιτ “Το Κορίτσι που Άφησα Πίσω” (“Girl, Interrupted”, 1999).

Έπειτα η καριέρα του Μπογκντάνοβιτς εκτός από τις σποραδικές, αδιάφορες, σκηνοθετικές απόπειρές του περιορίστηκε σε αρκετές κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές εμφανίσεις του σε ρόλο ηθοποιού. Χαρακτηριστικότερες εκείνες στο “Sopranos” όπου υποδύθηκε το ψυχοθεραπευτή της ψυχιάτρου δρ. Μέλφι και αυτή του DJ(!) στα δύο “Kill Bill”. Τελευταία φορά που ο Μπογκντάνοβιτς έκατσε στην καρέκλα του σκηνοθέτη ήταν για την ταινία “Μπερδέματα στο Broadway” (2014) με πρωταγωνίστρια την Τζένιφερ Άνιστον.