Γενναίος απολογισμός

Άρθρο από: Kristi Shytermeja 

Ελένη Χωρεάνθη «Η συνήθεια του αριθμού», εκδ. Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, σελ. 80

 

Με πολλά χιλιόμετρα ποίησης και πεζού λόγου πίσω της, η Ελένη Χωρεάνθη φτάνει με την «Συνήθεια του αριθμού» στην ύψιστη ώρα. Στοχαστική, υπαρξιακή, γενναία, σαφής και σπαρακτικά ειλικρινής ωστόσο ακόμα δοξαστική και παιγνιώδης, αποδέχεται το θαύμα και το δράμα της ζωής, τη σημασία του να έχει γεννηθεί γυναίκα, ποιήτρια κι ελληνίδα. Υμνεί ό,τι αξίζει και θα επιζήσει πέρα από μας στο «Αρχιπέλαγος», εξάλλου τμήμα του είμαστε, πνοή απ’ τη θαλασσινή πνοή, και συγκεντρώνει ό,τι υπήρξε κι ό,τι αξίζει να απομείνει.

Στο δεύτερο μέρος και μεγαλύτερο της συλλογής «Η συνήθεια του αριθμού», απαλά- απαλά στην αρχή «Μια καληνύχτα μόνο», με ταπεινή παραδοχή κατόπιν, «Ο απολογισμός του ερημίτη», «Η γενναιοδωρία του θρήνου», αποδεχόμενη ότι οι δικοί μας, πάει έγιναν στίχος, γράμμα, λέξη, γραμματοσειρά στα «Μη υπάρχων παραλήπτης» και «Λαθρεπιβάτες», τολμά σαν αποχαιρετιστήρια στο ανθρώπινο δράμα «Παλινδρόμηση»:

Από τους δρόμους του μυαλού περνάει ο έρωτας

που σπάζει τον ορίζοντα στα δυο

ως άνεμος περιχαρής

τραχύς κι ανένδοτος

και μεγαλώνει ο κύκλος της φθοράς

 

Όπως ερχόταν απ’ τα όρη το σκοτάδι

και η νύχτα προχωρούσε βιαστική προς την καρδιά μου

έχωσα την υπομονή στην από μέσα κρύπτη του μυαλού

και πήρα την απόφαση να δράσω

 

Να στολιστώ και να λουστώ μ’ αρώματα

το πρόσωπο ν’ αλλάξω με ψιμύθια

και το ριζικό

Πολλούς εκήδεψα νεκρούς

οράματα

ιδανικά

πολλούς κατάσαρκα έθαψα θνητούς

τα όνειρά μου

 

Απόψε θα ντυθώ μανδύα αλλοτινό

χλαμύδα θα φορέσω ελληνιστική

να βγω να περπατήσω στους μεγάλους δρόμους

να σεργιανίσω στις απέραντες εκτάσεις του καιρού

στον Άδη θα κατέβω του μυαλού

νεκρούς να ανταμώσω τεθνεώτες

μαντεία να ρωτήσω

ποταμούς αλαργινούς

χρησμούς να πάρω από τον Τίγρη

από τον Ινδό και τον Ευφράτη

 

Σε πολιτείες μυθικές θα πορευτώ

στην Αλεξάνδρεια

την Αντιόχεια και στη Σιδώνα

να συναντήσω βασιλιάδες αλεξανδρινούς

να μπω σ’ αραχνιασμένα καπηλειά

και σε μυροπωλεία

εκεί που σύχναζαν αμαρτωλοί ποιητές

κι έχουν αφήσει κάτι από την αφροσύνη

κι από τη μαγεία τους

από τα πάθη

απ’ τη λαγνεία

κι από την παραφορά

και της διαφθορά τους τα εξανθήματα

 

Να ιδώ τις περασμένες μέρες τους

κεριά σβησμένα

εικόνες να συλλέξω των ωραίων σωμάτων

που η λαίμαργη εποίησε επιθυμία του μυαλού

στου καφενείου του βοερού το πίσω μέρος

που έρημος κάθεται ένας γέρος

σώματα ωραία ζωγραφώντας σφριγηλά

κλίνες ερωτικές

όπου έσμιγαν οι κολασμένοι εραστές

χωρίς περίσκεψη

χωρίς αιδώ

ελληνικότητας ιμάτιο φορώντας

 

Θα ξεστρατίσω από την ευπρέπεια

και «χωρίς αιδώ»

θα βγω να γευματίσω στις ταβέρνες

να σεργιανίσω στα πορνεία

να μπω στων λιμανιών τα οινομαγειρεία

που γυροφέρνανε οι πένθιμες επιθυμίες

να συμμαζέψω λέξεις

μνήμες και μορφές

ρυθμούς να συναθροίσω

και λυγμούς των εραστών

το ποίημα της αφθαρσίας των να συνθέσω

κατά πώς έπραξαν οι ποιητές της παρακμής

όταν τους κύκλωνε η τραγικότητα του τέλους

σγουραίνοντας της διαφάνειας την αιδώ

κι έγραψε τ’ όνομά τους ιστορία.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *