Άρθρο από: Kristi Shytermeja
Ό,τι έμεινε, ό,τι δεν ήθελε κανένας, ζήτησα από κάποιους εργάτες να το πετάξουν στα σκουπίδια.
Τη μέρα που πέθανε ή μάνα μου είχε καύσωνα και σκόνη στην πόλη. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει αρκετά χρόνια πιο πριν, κι εμεις τα παιδιά είχαμε φύγει, οπότε έμενε μόνη με την γυναίκα που την φρόντιζε.
Τα τελευταία χρόνια που είχε πέσει με άνοια στο κρεβάτι, όποτε πήγαινα να την δω, την ώρα που της κρατούσα το χέρι προσπαθώντας να επικοινωνήσω μαζί της, κοιτούσα γύρω μου, περιεργαζόμουν τα πράγματα του σπιτιού, τις καρέκλες, τη σερβάντα, κάτι κεντήματα, τα στέφανα του γάμου της, ένα μαντήλι της ξεχασμένο στην παλιά πολυθρόνα, ένα κουτί με ταλκ, το καντήλι, μια παραμάνα, τα κάδρα στους τοίχους, κι αναρωτιόμουν τι θα απογίνουν αυτά τα αντικείμενα όταν θα φτάσει η στιγμή που θα φύγει και θα χρειαστεί να αδειάσουμε το σπίτι.
Η σκέψη μου ήταν αβάσταχτη, θεωρούσα ότι θα μου ήταν αδύνατο να το κάνω εγώ αυτό. ‘Ίσως η αδερφή μου ή κάποιος από τους δυο αδερφούς μου. Ήμουν πολύ δεμένος μαζί της, ήμουν ο “μικρός της”, αλλά επίσης ήμουν δεμένος και με το σπίτι, το σπίτι μας, στο οποίο είχα μεγαλώσει και με το οποιό δεν είχα χάσει ποτέ τη επαφή μιας που υπήρχαν και δικά μου πράγματα αποθηκευμένα στα πατάρια.
Όμως η ζωή αποφάσισε να είμαι εγώ αυτός που θα το έκανε, δεν μου έδωσε άλλη επιλογή.
Ήταν τόσο δύσκολο που για να το φέρω εις πέρας,για να νικήσω την ωμότητα και τη θλίψη αυτής της διαδικασίας, επινόησα την παρουσία της. Την δημιούργησα, την έφερα δίπλα μου, την έβαλα να καθίσει στον καναπέ και στο διαλυμένο κρεβάτι στο οποίο την είχα αποχαιρετίσει μερικές μέρες πιο πριν.
Έτσι μπόρεσα να αδειάζω το σπίτι της μάνας μου, να μοιράσω από δω κι από κει, να χαρίσω πράγματα που δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να αποχωριστώ πριν αναγκαστώ να το κάνω.
Ό,τι έμεινε, ό,τι δεν ήθελε κανένας, ζήτησα από κάποιους εργάτες να το πετάξουν στα σκουπίδια.
Εγώ έφυγα, δεν ήθελα να τη δω αυτή την εικόνα, ήθελα να ξεκουραστώ, να μην σκέφτομαι τίποτα, να κατεβάσω τα παντζούρια για να μη με χτυπάει ο ήλιος και να προσπαθήσω να κοιμηθώ.
Όμως ήταν αδύνατον, οπότε σηκώθηκα, και μέσα στη λάβρα του καύσωνα, πήρα το αμάξι και πήγα στην πλατεΐτσα όπου οι εργάτες είχαν πετάξει αυτά που τους είχα πει. Βγήκα από το αμάξι και τα φωτογράφησα.
Όταν επέστρεψα σπίτι μου έγραψα δυο ποιήματα. Το «Αδειάζει το σπίτι της μάνας μου» και το «Πιο εύκολο σήμερα». Κάτι άλλαξε καθολικά μέσα μου από εκείνη τη στιγμή που είδα τα υπολείμματα τους σπιτιού μας και της μητέρας μου στα πεταγμένα στα σκουπίδια.
Δεν είμαι ο ίδιος μετά από αυτή τη δοκιμασία.
Ο Πέτρος Μπιρμπίλης είναι συγγραφέας και σκηνοθέτης. Ανάμεσα σε άλλα έχει σκηνοθετήσει τα βίντεο κλιπ των Στέρεο Νοβα. Το τελευταίο του βιβλίο ονομάζεται “Μπελ Ετουάλ” και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις“θράκα”.
Η Όλια Λαζαρίδου με τον Νίκο Ξυδάκη ερμηνεύουν το έργο του Διονυσίου Σολωμού, ο Λάμπρος, καθώς και μελοποιημένα του ποιήματα,στην παράσταση “Με μιαν Αναπνοή” στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Από την Τετάρτη 20 Μαρτίου έως και την Κυριακή 24